Τι προκαλεί την υπέρταση
Η αρτηριακή υπέρταση στο 95% των περιπτώσεων είναι χωρίς σαφή αιτιολογία και χαρακτηρίζεται σαν ιδιοπαθείς ή πρωτοπαθείς. Σε αυτές τις περιπτώσεις το νευρικό σύστημα και η ψυχική κατάσταση θεωρείτε ότι παίζει κάποιο ρόλο για αυτό και χαρακτηρίστηκε από τον λαό σαν “νευροπίεση”. Συνήθως είναι ναι αποτέλεσμα άγχους, καθιστικής ζωής, της μακροχρόνιας πρόσληψης αυξημένης ποσότητας αλατιού και της παχυσαρκίας. Προτού ο γιατρός καταλήξει ότι πρόκειται για ιδιοπαθή υπέρταση (νευροπίεση) θα πρέπει να αποκλείσει άλλες σοβαρές καταστάσεις που προκαλούν υπέρταση όπως είναι η νεφρική και νεφραγγειακή νόσος, φαιοχρωμοκύττωμα, υπεραλδοστερινισμός, νόσος Cushing και η στένωση του ισθμού της αορτής. Όλες αυτές οι καταστάσεις αποτελούν αίτια δευτεροπαθείς υπέρτασης. Η δευτεροπαθείς υπέρταση ευθύνεται για το κάτω από το 5% των περιπτώσεων.
Αίτια ιδιοπαθούς υπέρτασης
• Το οικογενειακό ιστορικό: Μερικές οικογένειες φαίνεται να πάσχουν με μεγαλύτερη συχνότητα από υψηλή αρτηριακή πίεση. Αν και οι δύο γονείς έχουν υπέρταση, ο κίνδυνος να παρουσιάσουν και τα παιδιά τους είναι περίπου 70%.
• Η ηλικία: Η υπέρταση μπορεί να παρατηρηθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά είναι πιο συχνή στους ηλικιωμένους. Σχεδόν οι μισοί άνθρωποι πάνω από την ηλικία των 65 ετών έχουν υπέρταση, της οποίας η διάγνωση γίνεται συνήθως μεταξύ των 35 και των 50 ετών.
• Το φύλο: Πριν από την ηλικία των 50 ετών η υπέρταση παρουσιάζεται πιο συχνά στους άνδρες. Η συχνότητα εμφάνισής της στις γυναίκες αλλάζει μετά την εμμηνόπαυση, γιατί μειώνεται η φυσική άμυνα που προσφέρουν στον οργανισμό τα οιστρογόνα και μετά την ηλικία των 50 – 55 ετών πιο πολλές γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες πάσχουν από υπέρταση.
• Το σωματικό βάρος: Η υψηλή αρτηριακή πίεση παρατηρείται συχνότερα σε παχύσαρκα άτομα. Απώλεια σωματικού βάρους συνοδεύεται από πτώση της αρτηριακής πίεσης. Υπολογίζεται ότι στην ηλικία των 40 – 50 ετών οι παχύσαρκοι παρουσιάζουν πέντε φορές συχνότερα υπέρταση.
• Άλλες αιτίες όπως το αλάτι, το άγχος, φλεγμονώδεις και λοιμώδεις καταστάσεις (π.χ. περιοδοντίτιδες, ουλίτιδα, ιγμορίτιδα κ.ά), τα αντιφλεγμονώδη φάρμακα, τα αναβράζοντα χάπια, τα αντισυλληπτικά χάπια, η εγκυμοσύνη, η μειωμένη σωματική άσκηση, η κατάχρηση αλκοόλ, ο σακχαρώδης διαβήτης, οι παθήσεις του θυρεοειδούς, το κάπνισμα κλπ.
Ποια είναι τα συμπτώματα της υπέρτασης
Η υπέρταση συνήθως δεν προκαλεί συμπτώματα αντίθετα με ό,τι πιστεύει ο περισσότερος κόσμος. Συνήθως δε νιώθουμε την πίεση, ακόμα και όταν είναι ασυνήθιστα υψηλή. Λίγα άτομα μπορεί να έχουν ενοχλήματα όπως πονοκέφαλο, αδιαθεσία ή ρινορραγία, τα οποία μπορεί να οφείλονται σε άλλες παθολογικές καταστάσεις.
Οι ρινορραγίες συνήθως δεν οφείλονται στην υπέρταση και στο σύνολο σχεδόν των περιπτώσεων προέρχονται από τη ρήξη κάποιας φλέβας. H μεγάλη αύξηση της πίεσης που συχνά παρατηρείται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα του πανικού λόγω της αιμορραγίας και μειώνεται μόλις ηρεμήσει ο ασθενής, χωρίς τη χρήση φαρμάκων.
Έτσι η συντριπτική πλειοψηφία των υπερτασικών δεν γνωρίζει ότι έχει υψηλή αρτηριακή πίεση, εκτός αν τη μετρήσει τυχαία.
Διάγνωση της υπέρτασης
Η διάγνωση της υπέρτασης γίνεται μόνο με το πιεσόμετρο. Τα πιο πρακτικά και ακριβή στις μετρήσεις πιεσόμετρα θεωρούνται τα ηλεκτρονικά τα οποία θα πρέπει να ελέγχονται περιοδικά (περίπου κάθε χρόνο) για την ακρίβειά τους, συγκρινόμενα με άλλη συσκευή. Το μέγεθος της περιχειρίδας που θα επιλέξουμε πρέπει να είναι το κατάλληλο για το χέρι μας. Σε άτομα με παχύ μπράτσο (>30 εκ.) πρέπει να χρησιμοποιούμε μεγαλύτερες περιχειρίδες. Προσαρμόζουμε την περιχειρίδα στον βραχίονα 2-3 εκατοστά πάνω από τον αγκώνα προσέχοντας το μανίκι να μην είναι σφικτό.
Αν η αρτηριακή πίεση σε μια πρώτη επίσκεψη στον Ιατρό βρεθεί μεγαλύτερη από την κανονική, τότε αυτός θα ζητήσει να μετρήσετε για μια εβδομάδα έως και 10 ημέρες την πίεση σας στο σπίτι και να την καταγράψετε σε ένα χαρτί για να βεβαιωθεί ότι έχουμε υπέρταση.
Τότε θα πρέπει να μετράμε την πίεση μας τρεις φορές την ημέρα (πρωί, μεσημέρι, και βράδυ ). H διάγνωση της υπέρτασης γίνεται όταν, ύστερα από διαδοχικές μετρήσεις, διαπιστώνονται η άνοδος και η παραμονή των τιμών της πίεσης πάνω από τα φυσιολογικά όρια.
Την πίεση μας θα πρέπει να την μετράμε σε κατάσταση ηρεμίας σε ήσυχο χώρο, με τον εξεταζόμενο να κάθεται άνετα τουλάχιστον για πέντε λεπτά, με το χέρι του να στηρίζεται σε ένα τραπέζι, χωρίς να έχουμε καπνίσει ή να έχουμε πιει καφέ τα τελευταία τριάντα λεπτά. και όχι σε συναισθηματική υπερφόρτιση, μετά από εκνευριστικές συζητήσεις, άγχος, σωματική κόπωση, φόβο, πανικό, που η πίεση μπορεί να είναι αυξημένη και δεν είναι αντιπροσωπευτική της "πραγματικής" πίεσης.
Η αρτηριακή πίεση παρουσιάζει μια μικρή διαφορά μεταξύ των δύο χεριών. Έτσι, αν ο γιατρός υποψιάζεται ότι έχουμε υπέρταση, θα μετρήσει την πίεση και στα δύο χέρια κατά την πρώτη επίσκεψη και μάλιστα δύο ή και τρεις φορές. Το χέρι που θα έχει τη μεγαλύτερη πίεση θα χρησιμοποιηθεί και για τις μελλοντικές μετρήσεις. Η πίεση επίσης λαμβάνεται σε όρθια και καθιστή θέση. Αν αυτές οι μετρήσεις δείξουν ότι έχουμε υπέρταση, τότε ο γιατρός θα ρωτήσει για το ιατρικό ιστορικό μας, θα μας εξετάσει και θα παραγγείλει κάποιες εργαστηριακές εξετάσεις. Η αρτηριακή πίεση των κάτω άκρων είναι πολύ σημαντική γιατί μας δίνει πληροφορείς και για τις περιφερικές αρτηρίες και εάν υπάρχουν στενώσεις σε αυτές.
Μετρώντας την πίεση ποδιών βρίσκουμε επίσης και ένα πολύ σημαντικό δείκτη τον κνημοβραχιόνιο δεικτη (ABI index) είναι ο είναι ο λόγος της αρτηριακής πίεσης στον αστράγαλο προς την αρτηριακή πίεση στον βραχίονα. Η χαμηλότερη αρτηριακή πίεση στο πόδι υποδηλώνει στενωμένες αρτηρίες κάτω άκρων. Το ABPI υπολογίζεται διαιρώντας τη συστολική αρτηριακή πίεση στον αστράγαλο με τη συστολική αρτηριακή πίεση στον βραχίονα.
Ιατρικό ιστορικό – Κλινική εξέταση
Ο γιατρός θα ρωτήσει σχετικά με την κατάσταση της υγείας μας κατά το παρελθόν, για τον τρόπο ζωής μας , και το οικογενειακό ιστορικό. Σε ένα ποσοστό ασθενών η αρτηριακή πίεση όταν μετριέται στο ιατρείο είναι αυξημένη, ενώ στο περιβάλλον του ασθενούς και όλη την ημέρα κυμαίνεται σε φυσιολογικά επίπεδα. Αυτή η περίπτωση είναι γνωστή ως υπέρταση της ‘‘λευκής μπλούζας’’, αφορά περίπου το 10% του γενικού πληθυσμού και κύριο αίτιό της είναι ο φόβος του ασθενούς για το περιβάλλον του νοσοκομείου αλλά και το γιατρό. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι πάσχετε από υπέρταση.
Η καρδιολογική κλινική εξέταση περιλαμβάνει την ακρόαση της καρδίας και των αγγείων για την ύπαρξη φυσημάτων.
Γίνεται ηλεκτροκαρδιογράφημα και triplex καρδίας για να διαπιστωθεί αν η υπέρταση έχει προκαλέσει βλάβες στην καρδιά και στα αγγεία.
Ο καρδιολόγος σας θα παραγγείλει υπέρηχο νεφρών, νεφρικών αρτηριών, καρωτίδων και εξετάσεις αίματος και ούρων για εργαστηριακές αναλύσεις για ευρήματα που θα τον οδηγήσουν σε πάθηση η οποία μπορεί να είναι η αιτία της πίεσής μας (δευτεροπαθείς).
Εάν χρειαστεί μπορεί να τοποθετηθεί Holter πίεσης 24ώρου που είναι ένα είδος πιεσόμετρου που ο ασθενής το φοράει στο χέρι του επί 24 ώρες. Η 24ωρη καταγραφή της πίεσης δεν είναι απαραίτητη σε όλα τα υπερτασικά άτομα, είναι όμως χρήσιμη σε επιλεγμένες περιπτώσεις, κυρίως για τη διάγνωση της υπέρτασης της “λευκής μπλούζας” και της συγκαλυμμένης υπέρτασης, η οποία συνδέεται με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο, περίπου όσο και η συνήθης υπέρταση.
Η 24ωρη καταγραφή της αρτηριακής πίεσης, όπως είναι πιο σωστό να ονομάζεται, έχει ως πλεονέκτημα την καταγραφή της πίεσης σε πιο ρεαλιστικές συνθήκες, αντιπροσωπευτικές της φυσιολογικής συμπεριφοράς και δραστηριότητας του ατόμου. Οι φυσιολογικές τιμές των μετρήσεων εκτός ιατρείου είναι συνήθως χαμηλότερες από τις αντίστοιχες στο ιατρείο.
Τα αγγεία του ματιού παρέχουν πολύ πρώιμα σημεία βλάβης και γι’ αυτό συχνά εξετάζονται από τον οφθαλμίατρο με τη βοήθεια του οφθαλμοσκοπίου. Είναι τα μόνα αγγεία που μπορούν να εξεταστούν δια γυμνού οφθαλμού και δίνουν σημαντικές πληροφορίες για την κατάσταση των αρτηριών όλου του σώματος.
Αφού ρυθμιστεί η πίεση μας, καλό θα είναι να κάνουμε ένα τεστ κόπωσης σε κυλιόμενο τάπητα για να εξετάσουμε ένα η πίεση μας έχει ρυθμιστεί καλά και για την διάγνωση της στεφανιαίας νόσου.
Γιατί είναι τόσο σημαντική η θεραπεία της υπέρτασης
Παρ’ όλο που μπορεί να αισθανόμαστε καλά και χωρίς θεραπεία, ο πιο σημαντικός λόγος αντιμετώπισης της υπέρτασης είναι η παρεμπόδιση των σημαντικών της επιπτώσεων, που είναι τα καρδιακά και εγκεφαλικά επεισόδια, η νεφρική ανεπάρκεια, η τύφλωση και γενικά η καταστροφή των αγγείων. Σύμφωνα με στατιστικές, ακόμη και ήπια υπέρταση μπορεί να μειώσει το λεγόμενο “προσδόκιμο επιβίωσης”, δηλαδή τα χρόνια που κατά μέσον όρο προβλέπεται να ζήσουμε. Μπορεί να έχουμε υπέρταση 10 ή και 20 χρόνια χωρίς να έχουμε κάποια συμπτώματα, αλλά μερικές σημαντικές μόνιμες βλάβες σε διάφορα όργανα του σώματος να έχουν ήδη συμβεί.
Όταν η αρτηριακή πίεση παραμένει σταθερά υψηλή, πιέζει τα τοιχώματα των αγγείων με επιπρόσθετη δύναμη. Ο μυϊκός χιτώνας των μεγάλων αρτηριών (π.χ. της αορτής) γίνεται σκληρός και παχύνεται. Έτσι τα αγγεία χάνουν την ελαστικότητά τους, ο αυλός γίνεται στενότερος και τα τοιχώματα πιο δύσκαμπτα. Η στένωση των αγγείων έχει συνέπεια την περαιτέρω αύξηση της αρτηριακής πίεσης και βέβαια τη μείωση της προσφοράς αίματος στα ζωτικά όργανα και επομένως τη δυσλειτουργία τους. Όσο μεγαλώνουμε εξάλλου, οι αρτηρίες σκληραίνουν και χάνουν την ελαστικότητά τους. Η υπέρταση επιταχύνει τη διαδικασία της σκλήρυνσης στα μεγάλα αλλά και στα μικρά αγγεία. Όσο συνεχίζεται αυτός ο κύκλος, αυξάνεται και ο κίνδυνος των σοβαρών επιπλοκών.
Η υψηλή αρτηριακή πίεση δυσχεραίνει την προσπάθεια της καρδιάς να προωθήσει το αίμα, ειδικά όταν έχουμε παχυσμένα και στενωμένα αγγεία και την αναγκάζει να συστέλλεται εντονότερα. Τελικά, αυτή η υπερπροσπάθεια της καρδιάς καταλήγει πρώτα στην υπερτροφία των τοιχωμάτων της, η οποία από μόνη της είναι επικίνδυνη για ανάπτυξη καρδιαγγειακών επιπλοκών και στη συνέχεια στην ελάττωση της ικανότητας του καρδιακού μυός να κυκλοφορήσει το αίμα, μια κατάσταση που ονομάζεται “καρδιακή ανεπάρκεια”.
Σε ποιες τιμές πίεσης στοχεύουμε θεραπεύοντας την υπέρταση;
Είναι σημαντικό να διατηρείται η αρτηριακή πίεση σε τιμές μικρότερες του 140 mmHg για τη συστολική και 90 mmHg για τη διαστολική. Όταν συνυπάρχουν άλλες παθήσεις, κυρίως νεφρική ανεπάρκεια ή σακχαρώδης διαβήτης, είναι σωστό η πίεση να διατηρείται σε ακόμη χαμηλότερες τιμές (<130/80 mmHg). Σε ηλικιωμένους ασθενείς ο στόχος πρέπει να είναι ο ίδιος, όπως και στους νεότερους, δηλαδή 140/90 mmHg. Πολλές φορές αυτό δεν επιτυγχάνεται εύκολα, κυρίως όταν η συστολική πίεση είναι πολύ μεγάλη.
Είναι η χαμηλή αρτηριακή πίεση επικίνδυνη;
Φαίνεται πως όχι. Εκείνοι που έχουν χαμηλή πίεση δεν πρέπει να ανησυχούν, αλλά να φροντίζουν για τη διατήρησή της. Η υπόταση μπορεί να προκαλέσει ζάλη αδυναμία καταβολή και λιποθυμική τάση.
Συστολική υπέρταση
Είναι η αύξηση μόνο της συστολικής πίεσης, ενώ η διαστολική παραμένει χαμηλή. Είναι η πιο συχνή μορφή υπέρτασης στους ηλικιωμένους. Συνήθως με την πρόοδο της ηλικίας η συστολική πίεση αυξάνεται, ενώ η διαστολική την ακολουθεί μέχρι την ηλικία περίπου των 60 ετών, ενώ μετά μένει σταθερή και αργότερα μειώνεται. Το 60% των ηλικιωμένων υπερτασικών έχει συστολική μόνο υπέρταση, η οποία δεν έχει συμπτώματα, αλλά είναι το ίδιο επικίνδυνη και πρέπει να θεραπεύεται.
Η υπέρταση στα παιδιά και στους εφήβους
Η υπέρταση στους νέους είναι συχνότερη από όσο πιστευόταν παλαιότερα, ιδίως στους εφήβους, ίσως λόγω της επιδημίας της παχυσαρκίας που εξελίσσεται σε παγκόσμιο πρόβλημα. Στα παιδιά η υπέρταση που οφείλεται σε νόσους των νεφρών ή των αγγείων είναι συχνή, ενώ μετά την ηλικία των 15 ετών η ιδιοπαθής υπέρταση είναι η συχνότερη. Τα όρια της πίεσης για τη διάγνωση της υπέρτασης στα παιδιά και τους εφήβους διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και το ανάστημά τους.
Παράγοντες κινδύνου
Αφού ο στόχος της θεραπείας της υπέρτασης είναι η μείωση του όλου καρδιαγγειακού κινδύνου, είναι τουλάχιστον το ίδιο σημαντικό να θεραπευτούν και οι άλλοι παράγοντες που συνυπάρχουν και είναι συνυπαίτιοι (παράγοντες κινδύνου).
Υπάρχουν δύο τύποι παραγόντων κινδύνου: Αυτοί που είναι μόνιμοι και δεν αλλάζουν, όπως η κληρονομική προδιάθεση για εμφάνιση υπέρτασης και καρδιακών παθήσεων και η ηλικία, και αυτοί που μπορούν να τροποποιηθούν, όπως τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα, ο σακχαρώδης διαβήτης, το κάπνισμα κ.λπ. Οι περισσότερες από τις αλλαγές του τρόπου ζωής που θα βοηθήσουν στη μείωση της αρτηριακής υπέρτασης θα δράσουν ευνοϊκά και στους άλλους παράγοντες κινδύνου.
Πρέπει να γίνει κατανοητό βέβαια ότι αν έχουμε μερικούς ή ακόμη και όλους τους παραπάνω παράγοντες κινδύνου, δεν σημαίνει ότι θα προσβληθούμε οπωσδήποτε από κάποια καρδιαγγειακή πάθηση. Οι πιθανότητες όμως είναι σαφώς μεγαλύτερες.
Πόσο συχνά πρέπει να επισκεπτόμαστε το γιατρό μας για την υπέρταση;
Στα αρχικά στάδια της παρακολούθησης, για την επιβεβαίωση της διάγνωσης, τη διερεύνηση και την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας, οι επισκέψεις στο γιατρό γίνονται κάθε 2-3 εβδομάδες.
Άτομα με καλά ρυθμισμένη πίεση πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά από το γιατρό τους, συνήθως κάθε 6 μήνες.
Σε άτομα που έχουν και άλλα προβλήματα (σακχαρώδη διαβήτη, καρδιοπάθεια, δυσλιπιδαιμία, εγκεφαλικό, νεφρική βλάβη, υπέρταση ανθεκτική στη θεραπεία κ.λπ.) η παρακολούθηση από το γιατρό πρέπει να γίνεται κάθε 2 ή 3 μήνες.